ιρανικός

ιρανικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιράν και στην περιοχή του
2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το Ιράν
3. φρ. «ιρανικές γλώσσες» — κλάδος τής ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰράν. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Παύλο Καρολίδη στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πάρθοι — Αρχαίος ιρανικός λαός, εγκατεστημένος από τους αρχαιότατους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας –που από αυτούς ονομάστηκε Παρθία– η οποία συνορεύει με την Υρκανία, τη Μηδία, την Καρμανία, την Αριανή και την περσική έρημο. Πολεμιστές… …   Dictionary of Greek

  • Τατζίκοι — οι, Ν εθνολ. ο αρχικός ιρανικός πληθυσμός τού Αφγανιστάν και τού Τουρκεστάν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”